- υποπλεος
- ὑπόπλεοςὑπό-πλεοςатт. ὑπόπλεως 2почти до краев полный, преисполненный
(δείματος Her.; δακρύων τοὺς ὀφθαλμούς Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(δείματος Her.; δακρύων τοὺς ὀφθαλμούς Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑπόπλεος — full masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόπλεος — ον, Α βλ. ὑπόπλεως … Dictionary of Greek
ὑπόπλεα — ὑπόπλεος full neut nom/voc/acc pl ὑπόπλεος full nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόπλεον — ὑπόπλεος full masc/fem acc sg ὑπόπλεος full neut nom/voc/acc sg ὑ̱πόπλεον , ὑποπλέω sail under imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ὑ̱πόπλεον , ὑποπλέω sail under imperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) ὑποπλέω sail under… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπλέων — ὑπόπλεος full masc/fem/neut gen pl ὑποπλέω sail under pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) ὑποπλέω sail under pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόπλεων — ὑπόπλεω̆ν , ὑπόπλεος full masc/fem/neut gen pl ὑπόπλεω̆ν , ὑπόπλεος full masc/fem acc sg ὑπόπλεω̆ν , ὑπόπλεος full neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόπλεως — ὑπόπλεω̆ς , ὑπόπλεος full adverbial ὑπόπλεω̆ς , ὑπόπλεος full masc/fem nom pl ὑπόπλεω̆ς , ὑπόπλεος full masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόπλεως — ων, και ὑπόπλεος, ον, Α 1. ο αρκετά γεμάτος 2. αυτός που έχει γεμίσει με κάτι χωρίς να έχει γίνει αντιληπτός («ἀργυρίων ὑπόπλεος», Τιμοκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πλέως / πλέος «γεμάτος, πλήρης»] … Dictionary of Greek
ὑπόπλεω — ὑπόπλεω̆ , ὑπόπλεος full masc/fem/neut nom/voc/acc dual ὑπόπλεω̆ , ὑπόπλεος full masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόπλεῳ — ὑπόπλεῳ̆ , ὑπόπλεος full masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)